μικροκλίμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροκλίμα τα μικροκλίματα
      γενική του μικροκλίματος των μικροκλιμάτων
    αιτιατική το μικροκλίμα τα μικροκλίματα
     κλητική μικροκλίμα μικροκλίματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροκλίμα (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική microclimat < μικρο- (micro-) + κλίμα [1] Δείτε και την αγγλική microclimate
Ο τόνος σταθερός, κατά τα νεολογικά σύνθετα που δηλώνουν μέτρηση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ή με μετακίνηση τόνου: μικρό-κλιμα (σπανιότερα)

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.kɾoˈkli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μικροκλίμα

Ουσιαστικό

μικροκλίμα ουδέτερο

  • (μετεωρολογία) οι ατμοσφαιρικές συνθήκες ενός συγκεκριμένου τόπου μικρής έκτασης, που διαφέρουν λίγο ή πολύ από τις γειτονικές περιοχές
      Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, η τοποθέτηση του χλοοτάπητα, παράλληλα με την σημαντική αύξηση του πλάτους της νησίδας, δημιουργεί σημαντικό χώρο πρασίνου, ο οποίος εξωραΐζει την εικόνα του οδικού άξονα, αλλά και ταυτόχρονα συμβάλλει σημαντικά στο μικροκλίμα της περιοχής.(«Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες τοποθέτησης χλοοτάπητα στην κεντρική νησίδα της Λ. Κηφισιάς στο ύψος του Ψυχικού», skai.gr (08 Φεβρουαρίου 2021)· πρόσβαση: 2021-02-10)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήμμα «μικρόκλιμα» με μετακίνηση τόνου - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.