μικρέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικρέμπορος | οι | μικρέμποροι |
| γενική | του | μικρέμπορου & μικρεμπόρου |
των | μικρέμπορων & μικρεμπόρων |
| αιτιατική | τον | μικρέμπορο | τους | μικρέμπορους & μικρεμπόρους |
| κλητική | μικρέμπορε | μικρέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικρέμπορος < ελληνιστική κοινή μικρέμπορος < αρχαία ελληνική μικρός + ἔμπορος
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈkɾem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρέ‐μπο‐ρος
Παράγωγα
Μεταφράσεις
μικρέμπορος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.