τρενοδηγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τρενοδηγός | οι | τρενοδηγοί |
| γενική | του | τρενοδηγού | των | τρενοδηγών |
| αιτιατική | τον | τρενοδηγό | τους | τρενοδηγούς |
| κλητική | τρενοδηγέ | τρενοδηγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καμπίνα τρενοδηγού
- τραινοδηγός
Μεταφράσεις
τρενοδηγός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.