μητριός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μητριός οι μητριοί
      γενική του μητριού των μητριών
    αιτιατική τον μητριό τους μητριούς
     κλητική μητριέ μητριοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητριός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μητρυιός [1] με ορθογραφική απλοποίηση

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.tɾiˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητριός

Ουσιαστικό

μητριός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μητριός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μητρυιός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.