μηλομαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηλομαχία | οι | μηλομαχίες |
| γενική | της | μηλομαχίας | των | μηλομαχιών |
| αιτιατική | τη | μηλομαχία | τις | μηλομαχίες |
| κλητική | μηλομαχία | μηλομαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηλομαχία < αρχαία ελληνική μήλο + -μαχία (< μάχομαι)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μηλομαχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.