μηλοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλοπόλεμος οι μηλοπόλεμοι
      γενική του μηλοπόλεμου των μηλοπόλεμων
    αιτιατική τον μηλοπόλεμο τους μηλοπόλεμους
     κλητική μηλοπόλεμε μηλοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλοπόλεμος < μήλ(ο) + -ο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό

μηλοπόλεμος αρσενικό

  1. πόλεμος με μήλα
  2. αγροτική αθλοπαιδιά κατά τη συγκομιδή των μήλων
    κατάλοιπο του μηλοπολέμου είναι το ομαδικό παιχνίδι "τα μήλα"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.