μηλολόνθη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηλολόνθη | οι | μηλολόνθες |
| γενική | της | μηλολόνθης | των | μηλολονθών |
| αιτιατική | τη | μηλολόνθη | τις | μηλολόνθες |
| κλητική | μηλολόνθη | μηλολόνθες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηλολόνθη < αρχαία ελληνική μηλολόνθη
Ουσιαστικό
_w_3.jpg.webp)
μια θηλυκή μηλολόνθη
μηλολόνθη θηλυκό
- (έντομο) έντομο εδάφους που προκαλεί ζημιές στα λαχανικά
-
μηλολόνθη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.