μηλολόνθη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλολόνθη οι μηλολόνθες
      γενική της μηλολόνθης των μηλολονθών
    αιτιατική τη μηλολόνθη τις μηλολόνθες
     κλητική μηλολόνθη μηλολόνθες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλολόνθη < αρχαία ελληνική μηλολόνθη

Ουσιαστικό

μια θηλυκή μηλολόνθη

μηλολόνθη θηλυκό

  • (έντομο) έντομο εδάφους που προκαλεί ζημιές στα λαχανικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.