μηλιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηλιώτικος η μηλιώτικη το μηλιώτικο
      γενική του μηλιώτικου της μηλιώτικης του μηλιώτικου
    αιτιατική τον μηλιώτικο τη μηλιώτικη το μηλιώτικο
     κλητική μηλιώτικε μηλιώτικη μηλιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηλιώτικοι οι μηλιώτικες τα μηλιώτικα
      γενική των μηλιώτικων των μηλιώτικων των μηλιώτικων
    αιτιατική τους μηλιώτικους τις μηλιώτικες τα μηλιώτικα
     κλητική μηλιώτικοι μηλιώτικες μηλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηλιώτικος < Μηλιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μηλιώτικος

Επίθετο

μηλιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.