μεῖξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μεῖξῐς | αἱ | μείξεις |
| γενική | τῆς | μείξεως | τῶν | μείξεων |
| δοτική | τῇ | μείξει | ταῖς | μείξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μεῖξῐν | τὰς | μείξεις |
| κλητική ὦ! | μεῖξῐ | μείξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μείξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μειξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- μίγα (επίρρημα)
- μίγδα, μίγδην (επιρρήματα)
- μιγάζομαι ποιητικός τύπος του μίνγυμαι
- μιγάς
- μεικτέον / μικτέον
- μεικτός / μικτός
- μιγής
- μεῖγμα / μῖγμα
- συμμιγής
→ και δείτε τη λέξη *meyḱ-
Αναφορές
- Proto-Indo-European/meyḱ- στο αγγλικό Βικιλεξικό
- «μίξη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μῖξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεῖξις, μίξις, μῖξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.