μῖξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μῖξῐς | αἱ | μίξεις |
| γενική | τῆς | μίξεως | τῶν | μίξεων |
| δοτική | τῇ | μίξει | ταῖς | μίξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μῖξῐν | τὰς | μίξεις |
| κλητική ὦ! | μῖξῐ | μίξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μίξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μιξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.