μετοίκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετοίκηση | οι | μετοικήσεις |
| γενική | της | μετοίκησης* | των | μετοικήσεων |
| αιτιατική | τη | μετοίκηση | τις | μετοικήσεις |
| κλητική | μετοίκηση | μετοικήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετοικήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετοίκηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετοίκησις + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈti.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τοί‐κη‐ση
- ομόηχο: μετοίκιση
Μεταφράσεις
μετοίκηση
|
|
Πηγές
- μετοίκηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.