μετοίκησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετοίκησῐς | αἱ | μετοικήσεις | ||||
| γενική | τῆς | μετοικήσεως | τῶν | μετοικήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | μετοικήσει | ταῖς | μετοικήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μετοίκησῐν | τὰς | μετοικήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | μετοίκησῐ | μετοικήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετοικήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετοικησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μετοίκησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοικέω / μετοικῶ, μετοικη- + -σις (-ησις)
Ουσιαστικό
μετοίκησις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μετοίκηση
- ≈ συνώνυμα: μετοικία, μετοικεσία & μετοίκισις (< μετοικίζω)
Πηγές
- μετοίκησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.