μετεώρισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετεώρισῐς | αἱ | μετεωρίσεις | ||||
| γενική | τῆς | μετεωρίσεως | τῶν | μετεωρίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | μετεωρίσει | ταῖς | μετεωρίσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μετεώρισῐν | τὰς | μετεωρίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | μετεώρισῐ | μετεωρίσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετεωρίσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετεωρισέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μετεώρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετεωρί(ζω) (υψώνω) + -σις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μετέωρος
Πηγές
- μετεώρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.