μετεωρίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μετεωρίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεωρίζω
  2. θα μετεωρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεωρίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μετεωρίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετεώριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.