μετεωρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετεωρισμός | οι | μετεωρισμοί |
| γενική | του | μετεωρισμού | των | μετεωρισμών |
| αιτιατική | τον | μετεωρισμό | τους | μετεωρισμούς |
| κλητική | μετεωρισμέ | μετεωρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεωρισμός < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
μετεωρισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του μετεωρίζω
- φούσκωμα της κοιλιακής χώρας λόγω συσσώρευσης αερίων στο έντερο, τυμπανισμός
Μεταφράσεις
μετεωρισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.