μετεωρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετεωρισμός οι μετεωρισμοί
      γενική του μετεωρισμού των μετεωρισμών
    αιτιατική τον μετεωρισμό τους μετεωρισμούς
     κλητική μετεωρισμέ μετεωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεωρισμός < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

μετεωρισμός αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα του μετεωρίζω
  2. φούσκωμα της κοιλιακής χώρας λόγω συσσώρευσης αερίων στο έντερο, τυμπανισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.