μετεώριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεώριση | οι | μετεωρίσεις |
| γενική | της | μετεώρισης* | των | μετεωρίσεων |
| αιτιατική | τη | μετεώριση | τις | μετεωρίσεις |
| κλητική | μετεώριση | μετεωρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετεωρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεώριση < ελληνιστική κοινή μετεώρισις + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.teˈo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τε‐ώ‐ρι‐ση
Μεταφράσεις
μετεώριση
|
→ δείτε τη λέξη μετεωρισμός |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.