μετεωρόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετεωρόλιθος | οι | μετεωρόλιθοι |
| γενική | του | μετεωρόλιθου & μετεωρολίθου |
των | μετεωρόλιθων & μετεωρολίθων |
| αιτιατική | τον | μετεωρόλιθο | τους | μετεωρόλιθους & μετεωρολίθους |
| κλητική | μετεωρόλιθε | μετεωρόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεωρόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική météorolithe < αρχαία ελληνική μετέωρον + λίθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.