μετέωρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μετέωρον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μετέωρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μετέωρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.