μετεωρομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεωρομαντεία | οι | μετεωρομαντείες |
| γενική | της | μετεωρομαντείας | των | μετεωρομαντειών |
| αιτιατική | τη | μετεωρομαντεία | τις | μετεωρομαντείες |
| κλητική | μετεωρομαντεία | μετεωρομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μετεωρομαντεία θηλυκό
- προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στη μελέτη της μετεωρολογίας και κυρίως της θύελλας και των αστραπών
Μεταφράσεις
μετεωρομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.