lévitation

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

lévitation < (άμεσο δάνειο) αγγλική levitation

Προφορά

ΔΦΑ : /le.vi.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lévitation lévitations

lévitation (fr) θηλυκό

  1. (παραψυχολογία) μετεωρισμός ενός αντικειμένου, συνήθως ενός ανθρώπου, μέσω μιας ψυχοκινητικής μεθόδου
  2. (φυσική) ανύψωση ενός αντικειμένου από απόσταση
    lévitation magnétique. Μαγνητική ανύψωση.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.