μετεστεροποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεστεροποίηση οι μετεστεροποιήσεις
      γενική της μετεστεροποίησης των μετεστεροποιήσεων
    αιτιατική τη μετεστεροποίηση τις μετεστεροποιήσεις
     κλητική μετεστεροποίηση μετεστεροποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεστεροποίηση (νεολογισμός) < (μετά) μετ- + εστεροποίηση (< εστέρ(ας) + -ο- + -ποίηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transesterification

Ουσιαστικό

μετεστεροποίηση θηλυκό

  • (χημεία) η μετατροπή ενός εστέρα σε άλλον, πιο χρήσιμο
    μετεστεροποίηση λιπών και ελαίων
      Μετεστεροποίηση εν ψυχρώ μέσω μεθανολικού διαλύματος υδροξειδίου του καλίου [] Η ταχεία αυτή μέθοδος εφαρμόζεται σε ελαιόλαδα και πυρηνέλαια με περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα κάτω του 3,3 %. Τα ελεύθερα λιπαρά οξέα δεν εστεροποιούνται με υδροξείδιο του καλίου. Οι αιθυλεστέρες των λιπαρών οξέων μετεστεροποιούνται βραδύτερα από τους γλυκεριδικούς εστέρες, ενώ είναι δυνατόν να μετεστεροποιηθούν μόνον μερικώς. (eur-lex.europa.eu Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 796/2002 της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2002 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων)
     δείτε και τις λέξεις υδρόλυση και αλκοόλυση

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εστέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.