εστεροποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εστεροποίηση οι εστεροποιήσεις
      γενική της εστεροποίησης των εστεροποιήσεων
    αιτιατική την εστεροποίηση τις εστεροποιήσεις
     κλητική εστεροποίηση εστεροποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εστεροποίηση (νεολογισμός) < εστέρ(ας) + -ο- + -ποίηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική esterification

Ουσιαστικό

εστεροποίηση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εστέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.