μετενσάρκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετενσάρκωση | οι | μετενσαρκώσεις |
| γενική | της | μετενσάρκωσης* | των | μετενσαρκώσεων |
| αιτιατική | τη | μετενσάρκωση | τις | μετενσαρκώσεις |
| κλητική | μετενσάρκωση | μετενσαρκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετενσαρκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετενσάρκωση < μετενσαρκώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réincarnation)
Ουσιαστικό
μετενσάρκωση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.