μεταψυχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταψυχικός η μεταψυχική το μεταψυχικό
      γενική του μεταψυχικού της μεταψυχικής του μεταψυχικού
    αιτιατική τον μεταψυχικό τη μεταψυχική το μεταψυχικό
     κλητική μεταψυχικέ μεταψυχική μεταψυχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταψυχικοί οι μεταψυχικές τα μεταψυχικά
      γενική των μεταψυχικών των μεταψυχικών των μεταψυχικών
    αιτιατική τους μεταψυχικούς τις μεταψυχικές τα μεταψυχικά
     κλητική μεταψυχικοί μεταψυχικές μεταψυχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταψυχικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metapsychic < αρχαία ελληνική μετά + ψυχή

Επίθετο

μεταψυχικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.