μεταψυχική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταψυχική οι μεταψυχικές
      γενική της μεταψυχικής των μεταψυχικών
    αιτιατική τη μεταψυχική τις μεταψυχικές
     κλητική μεταψυχική μεταψυχικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταψυχική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métapsychique[1] λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metapsychics[1] < αρχαία ελληνική μετά + ψυχή

Ουσιαστικό

μεταψυχική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταψυχική

Ομώνυμα / Ομόηχα

  1. μεταψυχική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.