μετατοπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετατοπισμός οι μετατοπισμοί
      γενική του μετατοπισμού των μετατοπισμών
    αιτιατική τον μετατοπισμό τους μετατοπισμούς
     κλητική μετατοπισμέ μετατοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετατοπισμός < μετατοπίζω + -μός

Ουσιαστικό

μετατοπισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Πηγές

  • μετατοπισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.