μετατοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μετατοπίζω (παθητική φωνή: μετατοπίζομαι)
- (μεταβατικό) τοποθετώ σε άλλο σημείο, αλλάζω τη θέση
- ↪ άγνωστοι μετατόπισαν το άγαλμα
- (μεταβατικό) αναγκάζω κάποιον να αλλάξει περιοχή
- ↪ η αστυνομία μετατόπισε τους κατοίκους του χωριού λόγω κινδύνου κατολίσθησης
- ↪ οι εισβολείς μετατόπισαν τους γηγενείς πληθυσμούς
- μετατοπάω[2]
Συγγενικά
- αμετατόπιστα
- αμετατόπιστος
- αμετατοπίστως
- μετατόπιση
- μετατόπισμα
- μετατοπισμένος
- μετατοπισμός
- μετατοπιστικός
- → δείτε τις λέξεις μετά και τόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετατοπίζω | μετατόπιζα | θα μετατοπίζω | να μετατοπίζω | μετατοπίζοντας | |
| β' ενικ. | μετατοπίζεις | μετατόπιζες | θα μετατοπίζεις | να μετατοπίζεις | μετατόπιζε | |
| γ' ενικ. | μετατοπίζει | μετατόπιζε | θα μετατοπίζει | να μετατοπίζει | ||
| α' πληθ. | μετατοπίζουμε | μετατοπίζαμε | θα μετατοπίζουμε | να μετατοπίζουμε | ||
| β' πληθ. | μετατοπίζετε | μετατοπίζατε | θα μετατοπίζετε | να μετατοπίζετε | μετατοπίζετε | |
| γ' πληθ. | μετατοπίζουν(ε) | μετατόπιζαν μετατοπίζαν(ε) |
θα μετατοπίζουν(ε) | να μετατοπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετατόπισα | θα μετατοπίσω | να μετατοπίσω | μετατοπίσει | ||
| β' ενικ. | μετατόπισες | θα μετατοπίσεις | να μετατοπίσεις | μετατόπισε | ||
| γ' ενικ. | μετατόπισε | θα μετατοπίσει | να μετατοπίσει | |||
| α' πληθ. | μετατοπίσαμε | θα μετατοπίσουμε | να μετατοπίσουμε | |||
| β' πληθ. | μετατοπίσατε | θα μετατοπίσετε | να μετατοπίσετε | μετατοπίστε | ||
| γ' πληθ. | μετατόπισαν μετατοπίσαν(ε) |
θα μετατοπίσουν(ε) | να μετατοπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετατοπίσει | είχα μετατοπίσει | θα έχω μετατοπίσει | να έχω μετατοπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετατοπίσει | είχες μετατοπίσει | θα έχεις μετατοπίσει | να έχεις μετατοπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετατοπίσει | είχε μετατοπίσει | θα έχει μετατοπίσει | να έχει μετατοπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετατοπίσει | είχαμε μετατοπίσει | θα έχουμε μετατοπίσει | να έχουμε μετατοπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετατοπίσει | είχατε μετατοπίσει | θα έχετε μετατοπίσει | να έχετε μετατοπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετατοπίσει | είχαν μετατοπίσει | θα έχουν μετατοπίσει | να έχουν μετατοπίσει |
| |
Μεταφράσεις
- μετατοπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετατοπάω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.