μετατοπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετατοπίζομαι | μετατοπιζόμουν(α) | θα μετατοπίζομαι | να μετατοπίζομαι | ||
| β' ενικ. | μετατοπίζεσαι | μετατοπιζόσουν(α) | θα μετατοπίζεσαι | να μετατοπίζεσαι | (μετατοπίζου) | |
| γ' ενικ. | μετατοπίζεται | μετατοπιζόταν(ε) | θα μετατοπίζεται | να μετατοπίζεται | ||
| α' πληθ. | μετατοπιζόμαστε | μετατοπιζόμαστε μετατοπιζόμασταν |
θα μετατοπιζόμαστε | να μετατοπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | μετατοπίζεστε | μετατοπιζόσαστε μετατοπιζόσασταν |
θα μετατοπίζεστε | να μετατοπίζεστε | (μετατοπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | μετατοπίζονται | μετατοπίζονταν μετατοπιζόντουσαν |
θα μετατοπίζονται | να μετατοπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετατοπίστηκα | θα μετατοπιστώ | να μετατοπιστώ | μετατοπιστεί | ||
| β' ενικ. | μετατοπίστηκες | θα μετατοπιστείς | να μετατοπιστείς | μετατοπίσου | ||
| γ' ενικ. | μετατοπίστηκε | θα μετατοπιστεί | να μετατοπιστεί | |||
| α' πληθ. | μετατοπιστήκαμε | θα μετατοπιστούμε | να μετατοπιστούμε | |||
| β' πληθ. | μετατοπιστήκατε | θα μετατοπιστείτε | να μετατοπιστείτε | μετατοπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | μετατοπίστηκαν μετατοπιστήκαν(ε) |
θα μετατοπιστούν(ε) | να μετατοπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μετατοπιστεί | είχα μετατοπιστεί | θα έχω μετατοπιστεί | να έχω μετατοπιστεί | μετατοπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μετατοπιστεί | είχες μετατοπιστεί | θα έχεις μετατοπιστεί | να έχεις μετατοπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μετατοπιστεί | είχε μετατοπιστεί | θα έχει μετατοπιστεί | να έχει μετατοπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετατοπιστεί | είχαμε μετατοπιστεί | θα έχουμε μετατοπιστεί | να έχουμε μετατοπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μετατοπιστεί | είχατε μετατοπιστεί | θα έχετε μετατοπιστεί | να έχετε μετατοπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετατοπιστεί | είχαν μετατοπιστεί | θα έχουν μετατοπιστεί | να έχουν μετατοπιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.