μετασεισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετασεισμός οι μετασεισμοί
      γενική του μετασεισμού των μετασεισμών
    αιτιατική τον μετασεισμό τους μετασεισμούς
     κλητική μετασεισμέ μετασεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετασεισμός < μετα- + σεισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετασεισμός

Ουσιαστικό

μετασεισμός αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μετά, σεισμός και σείω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.