μεταποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταποιητικός | η | μεταποιητική | το | μεταποιητικό |
| γενική | του | μεταποιητικού | της | μεταποιητικής | του | μεταποιητικού |
| αιτιατική | τον | μεταποιητικό | τη | μεταποιητική | το | μεταποιητικό |
| κλητική | μεταποιητικέ | μεταποιητική | μεταποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταποιητικοί | οι | μεταποιητικές | τα | μεταποιητικά |
| γενική | των | μεταποιητικών | των | μεταποιητικών | των | μεταποιητικών |
| αιτιατική | τους | μεταποιητικούς | τις | μεταποιητικές | τα | μεταποιητικά |
| κλητική | μεταποιητικοί | μεταποιητικές | μεταποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταποιητικός < ελληνιστική κοινή μεταποιητικός < αρχαία ελληνική μεταποιέω / μεταποιῶ
Μεταφράσεις
μεταποιητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.