μεταξοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταξοειδής η μεταξοειδής το μεταξοειδές
      γενική του μεταξοειδούς* της μεταξοειδούς του μεταξοειδούς
    αιτιατική τον μεταξοειδή τη μεταξοειδή το μεταξοειδές
     κλητική μεταξοειδή(ς) μεταξοειδής μεταξοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταξοειδείς οι μεταξοειδείς τα μεταξοειδή
      γενική των μεταξοειδών των μεταξοειδών των μεταξοειδών
    αιτιατική τους μεταξοειδείς τις μεταξοειδείς τα μεταξοειδή
     κλητική μεταξοειδείς μεταξοειδείς μεταξοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταξοειδής < μετάξι + -ο- + -ειδής

Επίθετο

μεταξοειδής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.