μετανιωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετανιωμός οι μετανιωμοί
      γενική του μετανιωμού των μετανιωμών
    αιτιατική τον μετανιωμό τους μετανιωμούς
     κλητική μετανιωμέ μετανιωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετανιωμός < μεσαιωνική ελληνική μετανιωμός < μετανιώνω < αρχαία ελληνική μετάνοια < μετά + νόος / νοῦς

Ουσιαστικό

μετανιωμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.