μεταμέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταμέλεια | οι | μεταμέλειες |
| γενική | της | μεταμέλειας | των | μεταμελειών |
| αιτιατική | τη | μεταμέλεια | τις | μεταμέλειες |
| κλητική | μεταμέλεια | μεταμέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταμέλεια < αρχαία ελληνική μεταμέλεια < μεταμέλομαι < μετά + μέλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈme.li.a/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μεταμέλεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.