μεταμόσχευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταμόσχευση | οι | μεταμοσχεύσεις |
| γενική | της | μεταμόσχευσης* | των | μεταμοσχεύσεων |
| αιτιατική | τη | μεταμόσχευση | τις | μεταμοσχεύσεις |
| κλητική | μεταμόσχευση | μεταμοσχεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταμοσχεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταμόσχευση < μεταμοσχεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈmo.sçef.si/
Ουσιαστικό
μεταμόσχευση θηλυκό
- (φυτολογία) ο εμβολιασμός με βλαστό που έχει οφθαλμούς ("μάτια") ενός συγγενούς φυτού, προκειμένου να αναπτυχθεί ένα νέο φυτό
- (ιατρική) η μεταφορά με εγχείριση ενός οργάνου ή μέρους οστού από ένα σημείο του σώματος ενός οργανισμού σε ένα άλλο ή από το το σώμα ενός ατόμου ή ζώου σε ένα άλλο σώμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.