εγχείριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγχείριση | οι | εγχειρίσεις |
| γενική | της | εγχείρισης* | των | εγχειρίσεων |
| αιτιατική | την | εγχείριση | τις | εγχειρίσεις |
| κλητική | εγχείριση | εγχειρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγχειρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγχείριση < (καθαρεύουσα) ἐγχείρι(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐγχειρίζω (βάζω στο χέρι) < ἐν (εγ-) + χείρ.[1] Συγκρίνετε με το εγχείρηση.
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /eŋˈçi.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐χεί‐ρι‐ση
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /enˈçi.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐χεί‐ρι‐ση
Ουσιαστικό
εγχείριση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγχειρίζω, το να δίνω κάτι στα χέρια κάποιου
Αναφορές
- εγχείριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.