μεταλαμπαδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταλαμπαδεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλαμπαδεύω (δίνω τον πυρσό μου σε άλλον), στη μετοχή μεταλαμπαδευόμενος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.lam.baˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταλαμπαδεύω

Ρήμα

μεταλαμπαδεύω, αόρ.: μεταλαμπάδευσα, παθ.φωνή: μεταλαμπαδεύομαι, π.αόρ.: μεταλαμπαδεύτηκα, μτχ.π.π.: μεταλαμπαδευμένος

  • (λόγιο, μεταφορικά) μεταδίδω παράδοσεις, ήθη, έθιμα και γνώσεις σε άλλους ανθρώπους

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λαμπάδα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταλαμπαδεύω (ελληνιστική κοινή) < μεταλαμπαδευόμενος < μετα- + λαμπαδεύω (ανάβω ή παραδίδω πυρσό)  δείτε το αρχαίο λαμπάς

Ουσιαστικό

μεταλαμπαδεύω θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.