μεταλαμπαδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταλαμπαδεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλαμπαδεύω (δίνω τον πυρσό μου σε άλλον), στη μετοχή μεταλαμπαδευόμενος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.lam.baˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐λα‐μπα‐δεύ‐ω
Ρήμα
μεταλαμπαδεύω, αόρ.: μεταλαμπάδευσα, παθ.φωνή: μεταλαμπαδεύομαι, π.αόρ.: μεταλαμπαδεύτηκα, μτχ.π.π.: μεταλαμπαδευμένος
- (λόγιο, μεταφορικά) μεταδίδω παράδοσεις, ήθη, έθιμα και γνώσεις σε άλλους ανθρώπους
Συγγενικά
- αμεταλαμπάδευτος
- μεταλαμπάδευμα
- μεταλαμπαδευμένος
- μεταλαμπάδευση
- μεταλαμπαδευτής
- μεταλαμπαδιάζω
- μεταλαμπαδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη λαμπάδα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταλαμπαδεύω | μεταλαμπάδευα | θα μεταλαμπαδεύω | να μεταλαμπαδεύω | μεταλαμπαδεύοντας | |
| β' ενικ. | μεταλαμπαδεύεις | μεταλαμπάδευες | θα μεταλαμπαδεύεις | να μεταλαμπαδεύεις | μεταλαμπάδευε | |
| γ' ενικ. | μεταλαμπαδεύει | μεταλαμπάδευε | θα μεταλαμπαδεύει | να μεταλαμπαδεύει | ||
| α' πληθ. | μεταλαμπαδεύουμε | μεταλαμπαδεύαμε | θα μεταλαμπαδεύουμε | να μεταλαμπαδεύουμε | ||
| β' πληθ. | μεταλαμπαδεύετε | μεταλαμπαδεύατε | θα μεταλαμπαδεύετε | να μεταλαμπαδεύετε | μεταλαμπαδεύετε | |
| γ' πληθ. | μεταλαμπαδεύουν(ε) | μεταλαμπάδευαν μεταλαμπαδεύαν(ε) |
θα μεταλαμπαδεύουν(ε) | να μεταλαμπαδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταλαμπάδευσα | θα μεταλαμπαδεύσω | να μεταλαμπαδεύσω | μεταλαμπαδεύσει | ||
| β' ενικ. | μεταλαμπάδευσες | θα μεταλαμπαδεύσεις | να μεταλαμπαδεύσεις | μεταλαμπάδευσε | ||
| γ' ενικ. | μεταλαμπάδευσε | θα μεταλαμπαδεύσει | να μεταλαμπαδεύσει | |||
| α' πληθ. | μεταλαμπαδεύσαμε | θα μεταλαμπαδεύσουμε | να μεταλαμπαδεύσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταλαμπαδεύσατε | θα μεταλαμπαδεύσετε | να μεταλαμπαδεύσετε | μεταλαμπαδεύστε | ||
| γ' πληθ. | μεταλαμπάδευσαν μεταλαμπαδεύσαν(ε) |
θα μεταλαμπαδεύσουν(ε) | να μεταλαμπαδεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταλαμπαδεύσει | είχα μεταλαμπαδεύσει | θα έχω μεταλαμπαδεύσει | να έχω μεταλαμπαδεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταλαμπαδεύσει | είχες μεταλαμπαδεύσει | θα έχεις μεταλαμπαδεύσει | να έχεις μεταλαμπαδεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταλαμπαδεύσει | είχε μεταλαμπαδεύσει | θα έχει μεταλαμπαδεύσει | να έχει μεταλαμπαδεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταλαμπαδεύσει | είχαμε μεταλαμπαδεύσει | θα έχουμε μεταλαμπαδεύσει | να έχουμε μεταλαμπαδεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταλαμπαδεύσει | είχατε μεταλαμπαδεύσει | θα έχετε μεταλαμπαδεύσει | να έχετε μεταλαμπαδεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταλαμπαδεύσει | είχαν μεταλαμπαδεύσει | θα έχουν μεταλαμπαδεύσει | να έχουν μεταλαμπαδεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταλαμπαδεύομαι | μεταλαμπαδευόμουν(α) | θα μεταλαμπαδεύομαι | να μεταλαμπαδεύομαι | ||
| β' ενικ. | μεταλαμπαδεύεσαι | μεταλαμπαδευόσουν(α) | θα μεταλαμπαδεύεσαι | να μεταλαμπαδεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | μεταλαμπαδεύεται | μεταλαμπαδευόταν(ε) | θα μεταλαμπαδεύεται | να μεταλαμπαδεύεται | ||
| α' πληθ. | μεταλαμπαδευόμαστε | μεταλαμπαδευόμαστε μεταλαμπαδευόμασταν |
θα μεταλαμπαδευόμαστε | να μεταλαμπαδευόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεταλαμπαδεύεστε | μεταλαμπαδευόσαστε μεταλαμπαδευόσασταν |
θα μεταλαμπαδεύεστε | να μεταλαμπαδεύεστε | (μεταλαμπαδεύεστε) | |
| γ' πληθ. | μεταλαμπαδεύονται | μεταλαμπαδεύονταν μεταλαμπαδευόντουσαν |
θα μεταλαμπαδεύονται | να μεταλαμπαδεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταλαμπαδεύτηκα | θα μεταλαμπαδευτώ | να μεταλαμπαδευτώ | μεταλαμπαδευτεί | ||
| β' ενικ. | μεταλαμπαδεύτηκες | θα μεταλαμπαδευτείς | να μεταλαμπαδευτείς | μεταλαμπαδεύσου | ||
| γ' ενικ. | μεταλαμπαδεύτηκε | θα μεταλαμπαδευτεί | να μεταλαμπαδευτεί | |||
| α' πληθ. | μεταλαμπαδευτήκαμε | θα μεταλαμπαδευτούμε | να μεταλαμπαδευτούμε | |||
| β' πληθ. | μεταλαμπαδευτήκατε | θα μεταλαμπαδευτείτε | να μεταλαμπαδευτείτε | μεταλαμπαδευτείτε | ||
| γ' πληθ. | μεταλαμπαδεύτηκαν μεταλαμπαδευτήκαν(ε) |
θα μεταλαμπαδευτούν(ε) | να μεταλαμπαδευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεταλαμπαδευτεί | είχα μεταλαμπαδευτεί | θα έχω μεταλαμπαδευτεί | να έχω μεταλαμπαδευτεί | μεταλαμπαδευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μεταλαμπαδευτεί | είχες μεταλαμπαδευτεί | θα έχεις μεταλαμπαδευτεί | να έχεις μεταλαμπαδευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταλαμπαδευτεί | είχε μεταλαμπαδευτεί | θα έχει μεταλαμπαδευτεί | να έχει μεταλαμπαδευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταλαμπαδευτεί | είχαμε μεταλαμπαδευτεί | θα έχουμε μεταλαμπαδευτεί | να έχουμε μεταλαμπαδευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταλαμπαδευτεί | είχατε μεταλαμπαδευτεί | θα έχετε μεταλαμπαδευτεί | να έχετε μεταλαμπαδευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταλαμπαδευτεί | είχαν μεταλαμπαδευτεί | θα έχουν μεταλαμπαδευτεί | να έχουν μεταλαμπαδευτεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μεταλαμπαδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μεταλαμπαδεύω (ελληνιστική κοινή) < μεταλαμπαδευόμενος < μετα- + λαμπαδεύω (ανάβω ή παραδίδω πυρσό) → δείτε το αρχαίο λαμπάς
Ουσιαστικό
μεταλαμπαδεύω θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) δίνω τον πυρσό μου σε άλλον, μεταδίδω σε άλλον - στον τύπο μετοχής: μεταλαμπαδευόμενος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λαμπάς
Πηγές
- σελ.217 Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- μεταλαμπαδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.