μεταλαμπαδευόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μετοχή
μεταλαμπαδευόμενος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή παθητικού ενεστώτα (μεταλαμπαδεύομαι), του ρήματος που εννοείται (μεταλαμπαδεύω) αλλά μαρτυρείται ως μετοχή στο παρακάτω κείμενο του Κλήμη (Κλήμεντος) του Αλεξανδρέα:
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (Titus Flavius Clemens), Τῶν κατὰ τὴν ἀληθῆ φιλοσοφίαν γνωστικῶν ὑπομνημάτων, 2.Κεφ.23 @catholiclibrary
- Πλάτων μὲν οὖν ἐν τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς τάττει τὸν γάμον, ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ οἱονεὶ διαμονήν τινα παισὶ παίδων μεταλαμπαδευομένην
- Ο Πλάτων τοποθετεί τον γάμο στα αγαθά [πράγματα], καθώς παρέχει την αθανασία τους γένους μας και μια συνέχεια που μεταλαμπαδεύεται στα παιδιά των παιδιών
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (Titus Flavius Clemens), Τῶν κατὰ τὴν ἀληθῆ φιλοσοφίαν γνωστικῶν ὑπομνημάτων, 2.Κεφ.23 @catholiclibrary
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λαμπάς
Κλίση
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μεταλαμπαδευόμενος | ἡ | μεταλαμπαδευομένη | τὸ | μεταλαμπαδευόμενον |
| γενική | τοῦ | μεταλαμπαδευομένου | τῆς | μεταλαμπαδευομένης | τοῦ | μεταλαμπαδευομένου |
| δοτική | τῷ | μεταλαμπαδευομένῳ | τῇ | μεταλαμπαδευομένῃ | τῷ | μεταλαμπαδευομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | μεταλαμπαδευόμενον | τὴν | μεταλαμπαδευομένην | τὸ | μεταλαμπαδευόμενον |
| κλητική ὦ! | μεταλαμπαδευόμενε | μεταλαμπαδευομένη | μεταλαμπαδευόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μεταλαμπαδευόμενοι | αἱ | μεταλαμπαδευόμεναι | τὰ | μεταλαμπαδευόμενᾰ |
| γενική | τῶν | μεταλαμπαδευομένων | τῶν | μεταλαμπαδευομένων | τῶν | μεταλαμπαδευομένων |
| δοτική | τοῖς | μεταλαμπαδευομένοις | ταῖς | μεταλαμπαδευομέναις | τοῖς | μεταλαμπαδευομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | μεταλαμπαδευομένους | τὰς | μεταλαμπαδευομένᾱς | τὰ | μεταλαμπαδευόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | μεταλαμπαδευόμενοι | μεταλαμπαδευόμεναι | μεταλαμπαδευόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλαμπαδευομένω | τὼ | μεταλαμπαδευομένᾱ | τὼ | μεταλαμπαδευομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | μεταλαμπαδευομένοιν | τοῖν | μεταλαμπαδευομέναιν | τοῖν | μεταλαμπαδευομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- σελ.217 Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- μεταλαμπαδευόμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.