μεταλαμπαδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.lam.baˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐λα‐μπα‐δεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
μεταλαμπαδεύομαι, π.αόρ.: μεταλαμπαδεύτηκα, μτχ.π.π.: μεταλαμπαδευμένος
- παθητική φωνή του ρήματος μεταλαμπαδεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.