μεταγγίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταγγίσιμος | η | μεταγγίσιμη | το | μεταγγίσιμο |
| γενική | του | μεταγγίσιμου | της | μεταγγίσιμης | του | μεταγγίσιμου |
| αιτιατική | τον | μεταγγίσιμο | τη | μεταγγίσιμη | το | μεταγγίσιμο |
| κλητική | μεταγγίσιμε | μεταγγίσιμη | μεταγγίσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταγγίσιμοι | οι | μεταγγίσιμες | τα | μεταγγίσιμα |
| γενική | των | μεταγγίσιμων | των | μεταγγίσιμων | των | μεταγγίσιμων |
| αιτιατική | τους | μεταγγίσιμους | τις | μεταγγίσιμες | τα | μεταγγίσιμα |
| κλητική | μεταγγίσιμοι | μεταγγίσιμες | μεταγγίσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μεταγγίσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.