μεσημεριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσημεριάτικος | η | μεσημεριάτικη | το | μεσημεριάτικο |
| γενική | του | μεσημεριάτικου | της | μεσημεριάτικης | του | μεσημεριάτικου |
| αιτιατική | τον | μεσημεριάτικο | τη | μεσημεριάτικη | το | μεσημεριάτικο |
| κλητική | μεσημεριάτικε | μεσημεριάτικη | μεσημεριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσημεριάτικοι | οι | μεσημεριάτικες | τα | μεσημεριάτικα |
| γενική | των | μεσημεριάτικων | των | μεσημεριάτικων | των | μεσημεριάτικων |
| αιτιατική | τους | μεσημεριάτικους | τις | μεσημεριάτικες | τα | μεσημεριάτικα |
| κλητική | μεσημεριάτικοι | μεσημεριάτικες | μεσημεριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μεσημεριάτικος
|
Αναφορές
- μεσημεριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.