μεσημεριάτικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεσημεριάτικα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

μεσημεριάτικα

  1. κατά το μεσημέρι
    θα φτάσουμε μεσσημεριάτικα
  2. κατά τη διάρκεια της σιέστας
    μεσσημεριάτικα έρχεσαι άνθρωπέ μου;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.