μ.μ.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μ.μ. < από τα αρχικά των λέξεων της έκφρασης: μετά μεσημβρίαν < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική p.m. < λατινική post meridiem

Συντομομορφή

μ.μ. άκλιτο συντομογραφία

  • συντομογραφία του μετά μεσημβρίαν

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.