π.μ.
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- π.μ. < από τα αρχικά των λέξεων της έκφρασης: προ μεσημβρίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική a.m. < λατινική ante meridiem
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
π.μ. ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό) συντομογραφία του προσωπικό μήνυμα
- ↪ Πρέπει να σου κάνω φόλοου να σου στείλω πμ.
- πμ
- ΠΜ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.