μεσαύλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσαύλι | τα | μεσαύλια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μεσαύλι | τα | μεσαύλια |
| κλητική | μεσαύλι | μεσαύλια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσαύλι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσαύλιον (με μουσική σημασία) όπως στην καθαρεύουσα (στη σημασία: αυλή)), ουδέτερο του μεσαύλιος. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική μέσος μεσ- (μέσο) + αὐλή. → δείτε τη λέξη μεσαύλιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈsa.vli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σαύ‐λι
Ουσιαστικό
μεσαύλι ουδέτερο
- μεσαύλιο (λογιότερο)
Μεταφράσεις
μεσαύλι
|
|
Πηγές
- μεσαύλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μεσαύλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.