μεσίτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσίτρια οι μεσίτριες
      γενική της μεσίτριας των μεσιτριών
    αιτιατική τη μεσίτρια τις μεσίτριες
     κλητική μεσίτρια μεσίτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσίτρια < μεσαιωνική ελληνική μεσίτρια < ελληνιστική κοινή μεσῖτις, θηλυκό του μεσίτης < αρχαία ελληνική μέσος

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈsi.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεσίτρια

Ουσιαστικό

μεσίτρια θηλυκό (αρσενικό μεσίτης)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.