μεσῖτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μεσῑτῐδ-
ονομαστική μεσῖτις οἱ μεσίτιδες
      γενική τοῦ μεσίτιδος τῶν μεσιτίδων
      δοτική τῷ μεσίτιδ τοῖς μεσίτισ(ν)
    αιτιατική τὸν μεσῖτιν τοὺς μεσίτιδᾰς
     κλητική ! μεσῖτι μεσίτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσίτιδε
γεν-δοτ τοῖν  μεσιτίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσῖτις < μεσίτ(ης) + -ις

Ουσιαστικό

μεσῖτις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.