μερεμέτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μερεμέτι | τα | μερεμέτια |
| γενική | του | μερεμετιού | των | μερεμετιών |
| αιτιατική | το | μερεμέτι | τα | μερεμέτια |
| κλητική | μερεμέτι | μερεμέτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μερεμέτι < οθωμανική τουρκική (πλέον παρωχημένο) < αραβική مرمّت (murammat) (επισκευή, επανόρθωση)
Ουσιαστικό
μερεμέτι ουδέτερο
- η επισκευή σε μικρής έκτασης χαλασμένο τμήμα, δηλαδή ξεκινώ να φτιάξω κάτι και χαλάω κάτι με αποτέλεσμα να ανοίγω και άλλες δουλειές
- τον τελευταίο καιρό δεν έχω πάρει καμιά δουλειά ολόκληρη παρά μόνο μερεμέτια
- (μεταφορικά) ο ξυλοδαρμός
Συγγενικά
- μερεμέτιασμα
- μερεμετίζω
Μεταφράσεις
μερεμέτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.