μερεμέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερεμέτι τα μερεμέτια
      γενική του μερεμετιού των μερεμετιών
    αιτιατική το μερεμέτι τα μερεμέτια
     κλητική μερεμέτι μερεμέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερεμέτι < οθωμανική τουρκική (πλέον παρωχημένο) < αραβική مرمّت (murammat) (επισκευή, επανόρθωση)

Ουσιαστικό

μερεμέτι ουδέτερο

  1. η επισκευή σε μικρής έκτασης χαλασμένο τμήμα, δηλαδή ξεκινώ να φτιάξω κάτι και χαλάω κάτι με αποτέλεσμα να ανοίγω και άλλες δουλειές
    τον τελευταίο καιρό δεν έχω πάρει καμιά δουλειά ολόκληρη παρά μόνο μερεμέτια
  2. (μεταφορικά) ο ξυλοδαρμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.