καμπαρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμπαρέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cabaret < παλαιά γαλλικά camberete, υποκοριστικό του cambre < λατινική camera < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
καμπαρέ ουδέτερο άκλιτο
- κέντρο νυχτερινής διασκέδασης με μουσική, χορό και καλλιτέχνιδες ή καλλιτέχνες που συντροφεύουν τους πελάτες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.