μελισσοκομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελισσοκομικός η μελισσοκομική το μελισσοκομικό
      γενική του μελισσοκομικού της μελισσοκομικής του μελισσοκομικού
    αιτιατική τον μελισσοκομικό τη μελισσοκομική το μελισσοκομικό
     κλητική μελισσοκομικέ μελισσοκομική μελισσοκομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελισσοκομικοί οι μελισσοκομικές τα μελισσοκομικά
      γενική των μελισσοκομικών των μελισσοκομικών των μελισσοκομικών
    αιτιατική τους μελισσοκομικούς τις μελισσοκομικές τα μελισσοκομικά
     κλητική μελισσοκομικοί μελισσοκομικές μελισσοκομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μελισσοκομικές εργασίες

Ετυμολογία

μελισσοκομικός < μελισσοκόμος + -ικός < ελληνιστική κοινή μελισσοκόμος

Επίθετο

μελισσοκομικός

  1. που έχει σχέση με τον μελισσοκόμο ή τη μελισσοκομία ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μελισσοκομική: η μελισσοκομία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.