μελισσοκομική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελισσοκομική | ||
| γενική | της | μελισσοκομικής | ||
| αιτιατική | τη | μελισσοκομική | ||
| κλητική | μελισσοκομική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελισσοκομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μελισσοκομικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μελισσοκόμος και μέλισσα
Μεταφράσεις
μελισσοκομική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μελισσοκομική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μελισσοκομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.